- δικεράτιον
- δικεράτιον, το (Μ)1. βυζαντινό ασημένιο νόμισμα2. ειδικός κεφαλικός φόρος κατά τον 8ο αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικέρατος — η, ο (AM δικέρατος, ον) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. διχαλωτός 3. αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, πεταλοειδής νεοελλ. 1. (για έντομα) αυτός που έχει δύο κεραίες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. δικέρατα έντομα με δύο κεραίες μσν. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek